- τσελίκωμα
- το, Ν [τσελικώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσελικώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσελίκωμα — το, ατος και τσιλίκωμα, το ατος, χαλύβδωση, ατσάλωμα: Τσελίκωμα της ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιλίκωμα — το, ατος βλ. τσελίκωμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)